Το καλοκαίρι σχεδόν έφυγε,
πέρασε σχεδόν το καλοκαίρι,
ναι, σχεδόν πέρασε.
Πού θα βρισκόμαστε, άραγε,
όταν το καλοκαίρι θα ’χει χαθεί;
Το πρωινό μάς βρήκε σε ήρεμη άγνοια,
το μεσημέρι κάηκε χρυσό στα μαλλιά μας.
τη νύχτα κολυμπήσαμε τη γελαστή θάλασσα.
Πού θα βρισκόμαστε, άραγε,
όταν το καλοκαίρι θα ’χει χαθεί;
Το καλοκαίρι σχεδόν έφυγε,
Πέρασε σχεδόν το καλοκαίρι.
Είχαμε κάποιες καλές στιγμές,
αλλά τώρα, πάνε πια…
Πού θα βρισκόμαστε, άραγε,
όταν το καλοκαίρι θα ’χει χαθεί;
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η αρχή της χρονιάς τοποθετείται τον Ιανουάριο. Οι διακοπές των Χριστουγέννων είναι βέβαια μία μικρή ανάπαυλα, μια ανανέωση. Αλλά, ξεκινώντας τις δουλειές μας το Γενάρη, ξαναπιάνουμε τη ζωή μας, την καθημερινότητά μας, στην ίδια περίπου φάση που την αφήσαμε τον Δεκέμβριο. Δε συμβαίνει το ίδιο το Σεπτέμβρη. Όχι μόνο γιατί όλοι μας νιώθουμε σαν τους μικρούς μαθητές που περιμένουν ένα ελαφρύ σπρώξιμο, πάντα μαζί με έναν μικρό φόβο, για την υλοποίηση νέων σχεδίων, για το πέρασμα σε ένα παραπάνω σκαλοπάτι. Αλλά κυρίως λόγω αυτού που μάς συμβαίνει τους μήνες του καλοκαιριού.
Κάπου, δεν μπορεί, επιτρέψαμε στον εαυτό μας να νιώσει, έστω για λίγο, ελευθερία. Χαζεύοντας τα συννεφάκια στην κορυφή ενός λόφου, τις αντανακλάσεις των νερών, το κοσμικό ρολόι του νυχτερινού ουρανού, την αμυδρή κίνηση ενός κλαδιού με φόντο τη βουνοκορφή. Κάποιες στιγμές μπήκαμε στο ρόλο κάποιου άλλου, ενός τουρίστα, ενός ψαρά, ενός μικρού παιδιού που πλατσουρίζει στην άμμο, ενός αλόγου σε ένα άδειο χωράφι. Στήσαμε τις ομπρέλες μας, τις πιο πολλές φορές γκρινιάζοντας, δίπλα σε άγνωστους ανθρώπους. Ακούσαμε, άθελά μας, τις συζητήσεις τους. Στριμωχτήκαμε δίπλα τους σε λεωφορεία, τρένα ή πλοία. Αφήσαμε κομμάτια από το παλιό μας δέρμα κάπου σε μία πλαστική ξαπλώστρα ή σε κάποια ψάθινη καρέκλα καφενείου. Νιώσαμε την απόλαυση του δροσερού νερού μες το λιοπύρι του μεσημεριού. Αναρριγήσαμε από το ψυχρό νυχτερινό αεράκι στην γαλήνη κάποιας βραδιάς που ξενυχτούσαμε –συνήθως με παρέα.
Πλησιάζοντας το τέλος του Αυγούστου, ξυπνάει πάντα η ήπια ανησυχία μήπως παρατείναμε υπερβολικά την αμεριμνησία. Σκιρτά από ένα μακρινό σημείο μέσα μας η ελεγχόμενη αγωνία του παιδιού που θα πρωτοπάει στο σχολείο. Ξέρουμε σίγουρους τρόπους να ξεγελαστούμε: θα ζητήσουμε, όπως πάντα, από τους εαυτούς μας μία μικρή παράταση. Ζητώντας να αναβάλλουμε κάπως αυτό που φέρνει το θρόισμα των φύλλων του ημερολογίου. Ελπίζοντας ο φετινός Σεπτέμβρης να μάς βρει ίδιους: κατά έναν χρόνο νεώτερους και κατά έναν χρόνο μεγαλύτερους απ’ τον περσινό. Αλλά αυτή χάρη δε μας γίνεται ποτέ.
Ένα απόγευμα του Ιουλίου του 1965 ο Ρέυ Μανζάρεκ (Ray Manzarek), σπουδαστής του τμήματος κινηματογράφου του Πανεπιστημίου του UCLA της Καλιφόρνια, κατέβηκε για μία βόλτα στην παραλία του Βένις. Εκεί συνάντησε έναν ονειροπόλο νεαρό, τον Τζιμ Μόρισον (Jim Morisson) τον οποίον ήδη γνώριζε από τις φοιτητικές παρέες. «Στο UCLA είχαμε γίνει φίλοι με τον Τζιμ, με τον οποίον μιλούσαμε συχνά για ροκ εν ρολ μουσική… στην παραλία του Βένις που τον συνάντησα μού είπε πως έγραφε τραγούδια. Καθισμένοι στην αμμουδιά, λοιπόν, του ζήτησα να μού τραγουδήσει μερικά απ’ αυτά.… Με τους πρώτους στίχους είπα: “Αυτό είναι”. Δεν είχα ξανακούσει παρόμοιους στίχους ροκ τραγουδιού». Αυτή η συνάντηση ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία ενός από τα πιο πετυχημένα αμερικανικά ροκ συγκροτήματα της δεκαετίας του 1960. Ο Μανζάρεκ είχε κάνει αρκετά προχωρημένες μουσικές σπουδές και είχε σημαντική εμπειρία παίζοντας ημιεπαγγελματικά πιάνο και αρμόνιο. Ο Μόρισον, που τότε σπούδαζε στο τμήμα θεατρικών τεχνών, αποδείχθηκε ιδιαίτερα εκφραστικός τραγουδιστής με πολλές δυνατότητες. Ένας ακόμη φοιτητής του ίδιου πανεπιστημίου με ταλέντο στα τύμπανα, ο Τζον Ντένσμορ (John Densmore), προστέθηκε και από το Σεπτέμβρη το συγκρότημα ξεκίνησε πρόβες πάνω στα τραγούδια του Μόρισον (ένα από τα οποία ήταν και το «Summer’s Almost Gone»). Λίγους μήνες αργότερα, το σχήμα ολοκληρώθηκε με την προσθήκη του κιθαρίστα Ρόμπυ Κρήγκερ (Robby Krieger).
Παρά τις αρχικές απογοητεύσεις, τον Ιανουάριο του 1967 κυκλοφόρησε ο πρώτος τους δίσκος, The Doors, που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές κυρίως για τη φωνή και τα τραγούδια του Τζιμ. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς το τραγούδι τους «Light My Fire» βρέθηκε στο No 1 του καταλόγου επιτυχιών στις ΗΠΑ και η εκτυφλωτική όσο και σύντομη καριέρα των Doors απογειώθηκε. Όσα συνέβησαν μέχρι τον αναπάντεχο θάνατο του Τζιμ, τον Ιούλιο του 1971 στο Παρίσι, περιέχουν σε συμπυκνωμένη μορφή όλο το μεγαλείο και την παράνοια του αμερικανικού σταρ σύστεμ στο γύρισμα της δεκαετίας: Προκλητικές εκδηλώσεις τυφλής οργής και σεξουαλικότητας, ριζοσπαστικές πολιτικές αναφορές ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, πειραματισμοί με ναρκωτικές ουσίες και κατάχρηση αλκοόλ,. όλα αυτά ανέδειξαν τον Τζιμ και τους Doors σε ινδάλματα μιας νεολαίας που αμφισβητούσε τα πάντα. Η απάντηση του συντηρητικού κατεστημένου ήλθε με τη μορφή μίας καταγγελίας για δημόσια τέλεση άσεμνης πράξης κατά τη διάρκεια μίας συναυλίας στο Μαϊάμι, τον Απρίλιο του 1969. Η υπόθεση, που βασίστηκε σε τελείως σαθρά στοιχεία, πήρε στη συνέχεια τεράστιες διαστάσεις, διασπείροντας «ηθικό πανικό». Έτσι, αυτό που αρχικά θεωρήθηκε ως ένα ασήμαντο περιστατικό οδήγησε στη διάλυση του συγκροτήματος και καταρράκωσε το ηθικό των μελών του. Ο καταπτοημένος Μόρισον αναζήτησε τη γαλήνη στο Παρίσι, όπου κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες βρέθηκε νεκρός στην μπανιέρα του. Προστέθηκε κι αυτός στα ιερά θύματα μίας μυθολογίας που ήταν ακόμη υπό διαμόρφωση, σε εκείνους που ο ίλιγγος από την εκτόξευσή δεν τους επέτρεψε να συνειδητοποιήσουν τα προδιαγεγραμμένα όρια και τους περιορισμούς του ρόλου που κλήθηκαν να παίξουν.
Μανόλης Αθανασάκης